- προαπόλλυμι
- και πιθ. προαπολλύω Α1. καταστρέφω, αφανίζω προηγουμένως («αἱ στάσεις προαπώλεσαν [τὴν πόλιν]», Αππ.)2. παθ. προαπόλλυμαικαταστρέφομαι εκ τών προτέρων ή καταστρέφομαι πρώτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀπόλλυμι «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.